-
1 εξαυαινω
1) высушивать(τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων Her.)
2) pass. сохнуть, увядать(τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη Her.; τὰ φυτὰ ἐξαυαίνεται Arst.)
; чахнуть(παιδάριον ἐξαυαίνεται Arph.)
1 εξαυαινω
(τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων Her.)
(τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη Her.; τὰ φυτὰ ἐξαυαίνεται Arst.)
; чахнуть(παιδάριον ἐξαυαίνεται Arph.)